ταρσώσαντες

ταρσώσαντες
ταρσόω
provide with a
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταρσώ — και αττ. τ. ταρρῶ, όω, Α [ταρσός] 1. (κυρίως το παθ. και ιδίως στον αττ. τ.) ταρσοῡμαι και ταρροῡμαι, όομαι α) (για ρίζες δένδρου) περιπλέκομαι σαν ταρσός β) (για τις φλέβες) πλέκομαι με δικτυωτό τρόπο γ) (για φύλλα φυτών) γίνομαι πλατύς δ) (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”